περιεχής

περιεχής
περιεχής, ές,
A surrounding, embracing, κῦμα κυρτὸν καὶ π. Philostr. Im.2.8 (v.l. -ηχές).
2 stooping, π. μᾶλλον ἢ ὀρθοί, of athletes, Id.Gym.40.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιέχῃς — περϊέχῃς , περιέχω encompass pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεχής — ές, Α 1. αυτός που περιέχει κάτι, ο περιεκτικός 2. (για στάση αθλητή) σκυφτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + εχής (< ἔχω*), πρβλ. προσ εχής, συν εχής] …   Dictionary of Greek

  • περιεχεῖς — περιεχής surrounding masc/fem acc pl περιεχής surrounding masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”